- σμπαράλια
- τα(λ. ιταλ.), θρύψαλα, κομμάτια: Τα έκανε όλα σμπαράλια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σμπαράλια — τα, Ν 1. τρίμματα, θρύψαλα («έπεσε κάτω το ποτήρι και έγινε σμπαράλια») 2. φρ. «γίνομαι σμπαράλια» διαλύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sbaraglio «σκόρπισμα, άτακτη φυγή, καταστροφή»] … Dictionary of Greek
σμπαραλιάζω — Ν 1. μεταβάλλω σε σμπαράλια, σε συντρίμμια, καταθρυμματίζω 2. (κυριολ. και μτφ.) γίνομαι σμπαράλια, διαλύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sbaragliare (βλ. και σμπαράλια)] … Dictionary of Greek